αὐτοσφαγής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτοσφαγής < αὐτός + σφάζω

Επίθετο

[επεξεργασία]

αὐτοσφαγής,ής,ές

  1. που έχει μαχαιρώσει τον εαυτό του
  2. που τον έχουν σφάξει συγγενείς του