αὐτόδεκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτόδεκα < αὐτός + δέκα

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

αὐτόδεκα

  1. δέκα ακριβώς, μόλις συμπληρώθηκαν δέκα
    αὐτόδεκα ἐτῶν διελθόντων καὶ ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν ἢ ὡς τὸ πρῶτον ἡ ἐσβολὴ ἡ ἐς τὴν Ἀττικὴν καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ πολέμου τοῦδε ἐγένετο


Συγγενικά

[επεξεργασία]