αὐτόκλαδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτόκλαδος < αὐτός + κλάδος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὁ, ἡ αὐτόκλαδος,ον

  • μαζί με τα κλαδιά του