αὐτόμολος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτόμολος < αὐτός + ἔμολον (αορ. του βλώσκω)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὁ, ἡ αὐτόμολος,ον

  1. αυτός που έρχεται ή πηγαίνει κάπου απρόσκλητος
  2. αυτός που πηγαίνει στις τάξεις του εχθρού

Συγγενικά

[επεξεργασία]