αὐτόνους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτόνους < αὐτόνοος < αὐτός + νόος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὁ, ἡ αὐτόνους, τό αὐτόνουν (μη συνηρημένη μορφή: ὁ, ἡ αὐτόνοος, τό αὐτόνοον)

  • ο ισχυρογνώμων, αυτός που "θέλει να κάνει το δικό του", με ανεξάρτητες απόψεις, τρόπο σκέψης

Συγγενικά

[επεξεργασία]