αὐτόπαις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αὐτόπαις
- γνήσιο παιδί κάποιου (π.χ. του Δία), ή και με την έννοια "παιδί του ίδιου του Δία", το ίδιο του το παιδί
- ένα απλό παιδί, με την έννοια ότι είναι μόνο παιδί, όπως λέμε σήμερα "παιδί είναι, θα κάνει τα δικά του" ή όταν δεν θέλουμε να δείξουμε αυστηρότητα και αναφέρουμε σαν ελαφρυντικό την μικρή ηλικία κάποιου ή κάποιας για μια ενέργειά τους