αὐτόχρημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτόχρημα < αὐτός + χρῆμα

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αὐτόχρημα