αὔελλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αὔελλα < ἄημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wḗh₁- / *h₂weh₁-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αὔελλα θηλυκό
- αιολικός τύπος του ἄελλα