βαθμιαίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

βαθμιαίο

  1. βαθμιαίος, στην αιτιατική του ενικού

βαθμιαίο, ουδέτερο του βαθμιαίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού