βαθμοημέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαθμοημέρα < βαθμο- + ημέρα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική degree day
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vaθ.mo.iˈme.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαθ‐μο‐η‐μέ‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαθμοημέρα θηλυκό
- μονάδα μέτρησης θέρμανσης ή ψύξης, που υπολογίζεται ως συνάρτηση του χρόνου που ποικίλλει ανάλογα με τη θερμοκρασία.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθμοημέρα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βαθμο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)