βαθμοθέτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθμοθέτηση οι βαθμοθετήσεις
      γενική της βαθμοθέτησης* των βαθμοθετήσεων
    αιτιατική τη βαθμοθέτηση τις βαθμοθετήσεις
     κλητική βαθμοθέτηση βαθμοθετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βαθμοθετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθμοθέτηση < βαθμοθετώ, βαθμοθέτησ-, + -ση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /va.θmoˈθe.ti.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐θμο‐θέ‐τη‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαθμοθέτηση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]