βαθμολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαθμολογικός < βαθμολογία + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]βαθμολογικός
- σχετικός με τη βαθμολογία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθμολογικός
|