βαθυκόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθυκόρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαθυκόρος αρσενικό

  • είναι το πλωτό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκβάθυνση και τον καθαρισμού του βυθού λιμένων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]