βαθυσεβάστως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]βαθυσεβάστως
- (αρχαιοπρεπές) με βαθύ / πολύ σεβασμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθυσεβάστως
|