βακχεύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βακχεύτρια < (ελληνιστική κοινή) βακχεύτρια < βακχευτής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βακχεύτρια θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βακχεύτρια
|