βαλανεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαλανεύς < βαλανεῖον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαλανεύς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο επιστάτης/ υπάλληλος / υπηρέτης του βαλανείου (των λουτρών)
  2. ο φλύαρος άνθρωπος (δεδομένου ότι οι βαλανείς είχαν τη φήμη φλύαρων)