βαλκανιολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βαλκανιολόγος οι βαλκανιολόγοι
      γενική του/της βαλκανιολόγου των βαλκανιολόγων
    αιτιατική τον/τη βαλκανιολόγο τους/τις βαλκανιολόγους
     κλητική βαλκανιολόγε βαλκανιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαλκανιολόγος < βαλκανιο(λογία) + -λόγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /val.ka.ni.oˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαλ‐κα‐νι‐ο‐λό‐γος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαλκανιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • βαλκανιολόγος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)