βαλτοποταμίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαλτοποταμίδα θηλυκό
- (πτηνό) πουλί (επιστημονική ονομασία: Acrocephalus palustris) της οικογένειας των ακροκεφαλίδων
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ δείτε τις λέξεις βάλτος και ποτάμι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαλτοποταμίδα