βαποριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαποριά | οι | βαποριές |
γενική | της | βαποριάς | των | βαποριών |
αιτιατική | τη | βαποριά | τις | βαποριές |
κλητική | βαποριά | βαποριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαποριά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαποριά
|