βαριεστημάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαριεστημάρα | οι | βαριεστημάρες |
γενική | της | βαριεστημάρας | — | |
αιτιατική | τη | βαριεστημάρα | τις | βαριεστημάρες |
κλητική | βαριεστημάρα | βαριεστημάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαριεστημάρα θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βαριεστώ / βαριεστίζω
- → δείτε τις λέξεις βαριέμαι και βάρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαριεστημάρα
→ δείτε τη λέξη πλήξη |