βασική κλάση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]- βασική κλάση < → δείτε τις λέξεις βασικός και κλάση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική base class
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]βασική κλάση
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) συνώνυμο της υπερκλάσης
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βασική κλάση