βασιλόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βασιλόπιτα θηλυκό
- (λαογραφία, γαστρονομία) η πίτα που κόβεται την Πρωτοχρονιά, εορτή του Αγίου Βασιλείου, και έχει κρυμμένο μέσα της ένα φλουρί· αυτός που θα βρει το φλουρί στο κομμάτι του θεωρείται ότι θα έχει την εύνοια της τύχης κατά τη νέα χρονιά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βασιλόπιτα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βασιλό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πιτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)