βαστιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαστιέμαι < παθητική φωνή του βαστώ
Ρήμα
[επεξεργασία]βαστιέμαι
- συγκρατούμαι
- περίμενε με μεγάλη αγωνία αυτο το ταξίδι και την προηγούμενη μέρα δεν βαστιότανε πια
- βαστιέμαι καλά: είμαι πλούσιος