βαστιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαστιέμαι < παθητική φωνή του βαστώ

βαστιέμαι

  1. συγκρατούμαι
    περίμενε με μεγάλη αγωνία αυτο το ταξίδι και την προηγούμενη μέρα δεν βαστιότανε πια
  2. βαστιέμαι καλά: είμαι πλούσιος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]