βαττάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαττάρισμα < βατταρίζω < αρχαία ελληνική βατταρίζω < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαττάρισμα ουδέτερο
- (σπάνιο) τραύλισμα
- (σπάνιο) (μεταφορικά) φλυαρία
- άλλες μορφές: βαττολογία