βαφέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βαφέας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βαφέας οι βαφείς
      γενική του
του/της
βαφέα
βαφέως
των βαφέων
    αιτιατική τον/τη βαφέα τους/τις βαφείς
     κλητική βαφέα βαφείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαφέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαφεύς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαφέας αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) αυτός που βάφει, συνήθως κατ' επάγγελμα, κυρίως μέταλλα, αυτοκίνητα ή υφάσματα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]