βαφτιστικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαφτιστικά < ουσιαστικοποιημένος πληθυντικός ουδετέρου του βαφτιστικός: τα βαφτιστικά ρούχα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βαφτιστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

βαφτιστικά