βδέλυγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βδέλυγμα < (ελληνιστική κοινή) βδέλυγμα < βδελύσσομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βδέλυγμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βδέλυγμα