βδομαδιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βδομαδιάρης οι βδομαδιάρηδες
      γενική του βδομαδιάρη των βδομαδιάρηδων
    αιτιατική τον βδομαδιάρη τους βδομαδιάρηδες
     κλητική βδομαδιάρη βδομαδιάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βδομαδιάρης < βδομάδ(α) + -ιάρης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vðo.maˈðʝa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βδο‐μα‐διά‐ρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βδομαδιάρης αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]