βελτιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vel.ti.oˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βελ‐τι‐ω‐μέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]βελτιωμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βελτιώνω που έχει βελτιωθεί
- ↪ Το νέο σκεύασμα είναι βελτιωμένη έκδοση του παλιότερου.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- βελτιώσιμος
- βελτιωτικός & σύνθετα
→ και δείτε τις λέξεις βελτιώνω και βέλτιστος