βενζινόπλοιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βενζινόπλοιο ουδέτερο
- πλοίο, με κινητήρα βενζίνης ή πετρελαίου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βενζινόπλοιο
|