βενζόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βενζόλη | οι | βενζόλες |
γενική | της | βενζόλης | των | βενζολών |
αιτιατική | τη | βενζόλη | τις | βενζόλες |
κλητική | βενζόλη | βενζόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βενζόλη < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική benzol + -η [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βενζόλη θηλυκό
- (χημεία) άλλη μορφή του βενζόλιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βενζόλη
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βενζόλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας