βερίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βερίνα | οι | βερίνες |
γενική | της | βερίνας | των | βερινών |
αιτιατική | τη | βερίνα | τις | βερίνες |
κλητική | βερίνα | βερίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βερίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική vérine < vérin < λατινική veruina < veru < πρωτοϊταλική *gʷeru < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷéru
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βερίνα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το στρίψιμο ενός σχοινιού, συρματόσχοινου ή καλωδίου, ο κόμπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βερίνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)