βερμικουλίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βερμικουλίτης οι βερμικουλίτες
      γενική του βερμικουλίτη των βερμικουλιτών
    αιτιατική τον βερμικουλίτη τους βερμικουλίτες
     κλητική βερμικουλίτη βερμικουλίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βερμικουλίτης
διογκωμένος βερμικουλίτης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βερμικουλίτης < αγγλική vermiculite + -της < λατινική vermiculus < vermis (σκουλήκι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wr̥mis (σκουλήκι) - από το σχήμα που αποκτούν οι κόκκοι του όταν διογκωθεί με την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βερμικουλίτης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]