βημόθυρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βημόθυρο | τα | βημόθυρα |
γενική | του | βημόθυρου | των | βημόθυρων |
αιτιατική | το | βημόθυρο | τα | βημόθυρα |
κλητική | βημόθυρο | βημόθυρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βημόθυρο < μεσαιωνική ελληνική βημόθυρον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βημόθυρο ουδέτερο
- (χριστιανισμός, αρχιτεκτονική) το ένα από τα δυο φύλλα της Ωραία Πύλης του Αγίου Βήματος, συνήθως χρησιμοποιούμενο στον πληθυντικό (βημόθυρα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βημόθυρο
|