βιντεοδιαφήμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιντεοδιαφήμιση | οι | βιντεοδιαφημίσεις |
γενική | της | βιντεοδιαφήμισης | των | βιντεοδιαφημίσεων |
αιτιατική | τη | βιντεοδιαφήμιση | τις | βιντεοδιαφημίσεις |
κλητική | βιντεοδιαφήμιση | βιντεοδιαφημίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιντεοδιαφήμιση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιντεοδιαφήμιση
|