βινυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]βινυλικός
- που έχει σχέση με το βινύλιο, αναφέρεται σ’ αυτό ή είναι κατασκευασμένος απ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βινυλικός
|