βιογενετική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιογενετική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική biogénétique < αρχαία ελληνική βίος + γίγνομαι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιογενετική θηλυκό
- (νεολογισμός) (βιολογία) οι θεωρίες και οι μελέτες που ασχολούνται με τη γένεση και εξέλιξη της ζωής
- (νεολογισμός) (βιολογία) (γενετική) η γενετική μηχανική, η προσπάθεια παρέμβασης και αλλαγών στις γενετικές διαδικασίες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιογενετική
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Γενετική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)