βιομηχανικοεργοστασιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιομηχανικοεργοστασιακός < βιομηχανικός + -ο- + εργοστασιακός
Επίθετο
[επεξεργασία]βιομηχανικοεργοστασιακός
- που έχει σχέση με βιομηχανία ή εργοστάσιο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις βιομηχανία και εργοστάσιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιομηχανικοεργοστασιακός
|