βιομοριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιομοριακός < βιο- + μοριακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biomolecular)
Επίθετο
[επεξεργασία]βιομοριακός
- που σχετίζεται με βιομόριο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιομοριακός