βιοστατιστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιοστατιστική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biostatistics < αρχαία ελληνική βιο- + statistics
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιοστατιστική θηλυκό
- (στατιστική, ιατρική, βιολογία) η εφαρμογή στατιστικών μεθόδων στην ιατρική ή τη βιολογία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιοστατιστική
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)