βιράρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]βιράρω
- (ναυτικός όρος): θέτω σε κίνηση το βαρούλκο για εισολκή αγομένου (σχοινιού, ή συρματόσχοινου, ή καδένας), κατά συνέπεια:
- α) υψώνω βάρος, ή συσκευασμένο φορτίο, ή πανιά (ιστία) (εκτός εκείνων που φέρονται στις κεραίες)
- β) ανελκύω από τη θάλασσα βάρκα, άγκυρα, δίχτυα κ.λπ.
- γ) τραβάω σχοινιά, κάβους, ή συρματόσχοινα κατά τη πρόσδεση πλοίου.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιράρω
|