βιράρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιράρω < ιταλική virare

βιράρω

α) υψώνω βάρος, ή συσκευασμένο φορτίο, ή πανιά (ιστία) (εκτός εκείνων που φέρονται στις κεραίες)
β) ανελκύω από τη θάλασσα βάρκα, άγκυρα, δίχτυα κ.λπ.
γ) τραβάω σχοινιά, κάβους, ή συρματόσχοινα κατά τη πρόσδεση πλοίου.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]