βλήτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλήτα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλήτα ουδέτερο

  • πρώτος πληθυντικός του βλήτο. Τα βλήτα είναι βρώσιμα χόρτα του καλοκαιριού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]