βλαστητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλαστητικός < ελληνιστική κοινή βλαστητικός < αρχαία ελληνική βλάστησις < βλαστάω < βλάστη / βλαστός
Επίθετο
[επεξεργασία]βλαστητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη βλάστηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βλαστητικός