βλεφαριδοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλεφαριδοφόρος < βλεφαρίδ(ες) + -ο- + -φόρος < φέρω
Επίθετο
[επεξεργασία]βλεφαριδοφόρος, -ος/-α, -ο
- αυτός που φέρει βλεφαρίδες
- (ζωολογία) διακριτό στοιχείο του ζωικού βασιλείου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βλεφαριδοφόρος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φόρος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)