βοθροκαθαριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βοθροκαθαριστής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βοθροκαθαριστής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο υπάλληλος που επιτελεί έργο καθαρισμού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βοθροκαθαριστής
|