βολαστονίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βολαστονίτης < αγγλική wollastonite < William Hyde Wollaston
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βολαστονίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) πυριτικό ορυκτό του ασβεστίου (Ca3Si3O9)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βολαστονίτης