βολβόσχημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]βολβόσχημος, -η, -ο
- που έχει σχήμα βολβού
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βολβόσχημος
|
βολβόσχημος, -η, -ο
|