βομβιστής αυτοκτονίας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]βομβιστής αυτοκτονίας αρσενικό (θηλυκό βομβίστρια αυτοκτονίας)
- αυτός που ζώνεται με εκρηκτικά και τα πυροδοτεί προκαλώντας έτσι εκτός από τον δικό του θάνατο και το θάνατο άλλων ανθρώπων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βομβιστής αυτοκτονίας