βομβιστής αυτοκτονίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

βομβιστής αυτοκτονίας αρσενικό (θηλυκό βομβίστρια αυτοκτονίας)

  • αυτός που ζώνεται με εκρηκτικά και τα πυροδοτεί προκαλώντας έτσι εκτός από τον δικό του θάνατο και το θάνατο άλλων ανθρώπων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]