βοτρύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βοτρύτης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βοτρύτης αρσενικό

  • ασθένεια των φυτών που οφείλεται στο μύκητα Botrytis cinerea

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]