βουκίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βουκίτσα | οι | βουκίτσες |
γενική | της | βουκίτσας | — | |
αιτιατική | τη | βουκίτσα | τις | βουκίτσες |
κλητική | βουκίτσα | βουκίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουκίτσα < βούκα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα < μεσαιωνική ελληνική βούκα < βενετικά buca (στόμιο, άνοιγμα) & boca (στόμα) < λατινικά bucca (μάγουλο) < κελτικά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βουκίτσα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) υποκοριστικό του βούκα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βουκίτσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίτσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)